- Τάραντας
- ο, Νβλ. Τάρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τάρας ή Τάραντας — (Taranto). Πόλη της Ιταλίας στην επαρχία της Πούλιας. Είναι χτισμένη στον ομώνυμο κόλπο και χωρίζεται σε δύο πόλεις, την παλαιά και τη νέα. Ο T., στον οποίο βρίσκεται ναύσταθμος του ιταλικού στόλου, οφείλει την ονομασία του στην ομώνυμη ελληνική… … Dictionary of Greek
Απουλία — (Puglia). Διοικητικό διαμέρισμα (19.347 τ. χλμ., 3.983.487 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, της oποίας καταλαμβάνει το νοτιότατο άκρο, με πρωτεύουσα το Μπάρι. (312.200 κάτ.). Στα Ν και ΝΑ βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος και συνορεύει στα ΒΔ με την… … Dictionary of Greek
Η, ήτα — Το έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό heth (= φράκτης) που παριστανόταν  και δήλωνε έναν λαρυγγικό μετάστενο και διαρκή συμφωνικό φθόγγο. Αυτό τον φθόγγο (δασύ πνεύμα, h) –οοποίος δεν υπήρχε στην Ινδοευρωπαϊκή… … Dictionary of Greek
Taranto — Infobox CityIT img coa = Emblem of the city of Taranto.png official name = Comune di Taranto region = Puglia province = Taranto (TA) mayor = Ippazio Ezio Stefàno elevation m = 15 area total km2 = 217 population as of = 2001 population total =… … Wikipedia
Greek exonyms — Below is a list of modern day Greek language exonyms for European places outside Greece. Place names that are not mentioned are generally referred to in Greek by their respective names in their native languages, or at the closest pronunciation a… … Wikipedia
Names of European cities in different languages: Q–T — v · d · … Wikipedia
ATARANTES seu ATRANTES — ATARANTES, seu ATRANTES apud Steph. Πἱανὸς δὲ εν Α᾿χαϊκῶν δευτέρα, Α᾿τάραντας μετ᾿ αὐτοὺς εἶναί φησι καὶ Α῎τλαντας. Rhianus autem Achaicorum secundô, Atarantes post eos esse ait, et Atlantes. Populi Africae, Garamantibus vicini; qui nullum… … Hofmann J. Lexicon universale
Τάρας — Όνομα 2 μυθολογικών προσώπων. 1. Ο επώνυμος ήρωας και χτίστης της ομώνυμης πόλης της Κάτω Ιταλίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα, με τη βοήθεια του οποίου, σώθηκε από ναυάγιο και μεταφέρθηκε στην πλάτη ενός δελφινιού στο ακρωτήριο του μυχού του κόλπου… … Dictionary of Greek
μολγός — μολγός, ὁ (Α) 1. (στη γλώσσα τών Ταραντίνων) σάκος ή ασκός από δέρμα βοδιού 2. μοχθηρός 3. ακόλαστος, ασελγής 4. (κατά τον Ησύχ.) κλέπτης 5. φρ. α) «μολγὸν γενέσθαι δεῑ σε» πρέπει να σού γδάρουν, να σού αργάσουν το τομάρι, Αριστοφ. β. «μολγὸν… … Dictionary of Greek
ταραντάτα — η, Ν [Τάραντας] ονομασία σφοδρών βορειοδυτικών ανέμων που προέρχεται από τον κόλπο τού Τάραντα και είναι συχνοί κατά τη θερινή περίοδο … Dictionary of Greek